Published On: 2 Δεκεμβρίου, 2023/Categories: ΙΣΤΟΡΙΑ, ΟΛΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ/

Χρόνος ανάγνωσης: 0,1 λεπτά

Από τις αρχές του 19ου αι., η ευρωπαϊκή διπλωματία αντιμετώπιζε το πρόβλημα διανομής των εδαφών της υπό διαμελισμό Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δηλαδή το Ανατολικό ζήτημα, αλλά και το Κρητικό ζήτημα, που είχε ανακύψει από τη μη ένταξη της Κρήτης στα όρια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους (1830). Το Κρητικό Ζήτημα, ως ακανθώδες πρόβλημα του Ανατολικού Ζητήματος, θα απασχολούσε την ευρωπαϊκή διπλωματία μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα.

Στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου (1830) – Πρωτόκολλο Ανεξαρτησίας της Ελλάδας, οι Μεγάλες Δυνάμεις όχι μόνο δεν παραχώρησαν την Κρήτη στο νέο Ελληνικό Βασίλειο, αλλά επικύρωσαν και την παραχώρησή της ως τιμάριο από την Πύλη στον αντιβασιλέα της Αιγύπτου μέχρι το 1841, οπότε το νησί θα επανερχόταν εκ νέου στον σουλτάνο. Εκ τότε, οι Κρήτες με συνεχή διαβήματα προς την Ευρώπη και την Ελλάδα, αλλά και με επαναστατικούς αγώνες, θα διεκδικούσαν την εθνική ελευθερία και την πολυπόθητη ένωσή τους με την Ελλάδα, η οποία θα επισφραγιζόταν επίσημα τη Συνθήκη του Λονδίνου (Μάιος 1913).

Στην πολυτάραχη διαδρομή για την ενσωμάτωση της Κρήτης με την Ελλάδα θα υπογράφονταν σημαντικές θεσμικές πράξεις, οι οποίες θα συνέβαλαν στην ανάπτυξη του νησιού. Το 1856, με την ολοκλήρωση του Κριμαϊκού Πολέμου (1853-1856), οι Δυνάμεις της Ευρώπης, αν και είχαν καταφέρει να αποσοβήσουν τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με τη Συνθήκη των Παρισίων υποχρέωσαν τον σουλτάνο να υπογράψει το Χάττ-ι-Χουμαγιούν (Αυτοκρατορική Γραφή). Δηλαδή, αναγνωρίστηκε ένα καθεστώς ισονομίας και ισοπολιτείας για όλους τους υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι, ευνοήθηκε η ανάπτυξη στο νησί ενός ομογενούς πληθυσμού που μιλούσε την ελληνική γλώσσα, ασπαζόταν την Ορθόδοξη θρησκεία και είχε σαφή εθνική συνείδηση ότι ανήκει στην Ελλάδα.

Το 1864, η ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα αναπτέρωσε την ελπίδα των Κρητών για ένωσή τους με τη μητέρα Ελλάδα. Στις 14 Μαΐου 1866, σημαντικές προσωπικότητες χριστιανών έστειλαν αναφορά με αιτήματα στον Ισμαήλ πασά με την παράκληση να διαβιβαστεί στον σουλτάνο. Παράλληλα, διαβίβασαν ένα μυστικό υπόμνημα στις προστάτιδες Δυνάμεις της Ελλάδας –Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία– για να συναινέσουν στην ένωσή τους με την Ελλάδα ή να συνδράμουν ώστε να χορηγηθεί ένας πολιτικός οργανισμός, που θα εγγυόταν τη χριστιανική διακυβέρνηση. Η Πύλη αρνήθηκε να αποδεχθεί οποιοδήποτε αίτημα και απείλησε να τιμωρήσει τους επαναστάτες (Ιούλιος 1866). Τότε, η Γενική Συνέλευση των Κρητών προέκρινε τη λύση της επανάστασης για την πραγματοποίηση της ένωσης με την Ελλάδα, ελπίζοντας στην υποστήριξη των Μ. Δυνάμεων.

Η Ευρώπη έπρεπε να διασαφηνίσει τη θέση της απέναντι στο αίτημα των Κρητών «Ένωση ή Θάνατος». Ωστόσο, αν προέβαινε στην ικανοποίηση του κρητικού αιτήματος θα σηματοδοτούσε την εδαφική διεύρυνση της Ελλάδας και, συνακόλουθα, θα οδηγούσε στον διαμελισμό Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κάτι που μέχρι τότε απευχόταν. Ειδικότερα, η Αγγλία υποστήριζε τη διατήρηση του status quo της ανατολικής Μεσογείου, μετά τη διάνοιξη της Διώρυγας του Σουέζ (1854-1869), ώστε να εξασφαλίσει την ελεύθερη διέλευση προς τις αποικίες της στις Ινδίες. Η Γαλλία, επίσης, προσανατολιζόταν στην ενίσχυση της επιρροής της στην Αίγυπτο. Η Ρωσία, που είχε περιέλθει ύστερα από την ήττα της στον Κριμαϊκό πόλεμο (1853-1856) σε διπλωματικό αδιέξοδο, διείδε στο Κρητικό ζήτημα μία ευκαιρία για να επανέλθει στην ευρωπαϊκή διπλωματία. Η Ελλάδα δεν υποστήριζε την κήρυξη πολέμου με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, καθώς είχε ως προτεραιότητά της τη βελτίωση της οικονομικής, κοινωνικής και εξωτερικής πολιτικής της.

Στις 9 Νοεμβρίου 1866, εκδηλώθηκε η εξέγερση στη Μονή Αρκαδίου. Κρήτες μαχητές, γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι απέκρουσαν την τουρκική έφοδο στη Μονή Αρκαδίου και προσφεύγοντας στο τελευταίο τους καταφύγιο την πυριτιδαποθήκη προκάλεσαν τρομερή έκρηξη με εκατόμβες θυμάτων εκατέρωθεν. Το ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου προκάλεσε έκρηξη φιλελληνισμού στην Ευρώπη αλλά και θαυμασμό για τη μαχητικότητα του κρητικού λαού. Αν και η Κρητική Επανάσταση 1866-1869 έληξε με ανυπολόγιστες ζημιές στο νησί και έπληξε ανεπανόρθωτα το γόητρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εντούτοις άφησε ως θεσμική παρακαταθήκη έναν νέο διοικητικό οργανισμό, γνωστό ως Οργανικό Νόμο (1868), στον οποίο περιλαμβάνονταν για τους χριστιανούς οι τρεις ειδικοί Κανονισμοί των μεικτών δικαστηρίων, των μεικτών διοικητικών συμβουλίων και της Γενικής Συνελεύσεως, καθώς και οι φορολογικές απαλλαγές της δεκάτης και του στρατιωτικού φόρου. Τα σκιώδη προνόμια, που παραχώρησε ο Νόμος, θα αποτελούσαν στο εξής σταθερό σημείο αναφοράς για τα επόμενα απελευθερωτικά κινήματα του νησιού έως την αυτονομία.

Τον Ιανουάριο του 1878, οι ρωσοτουρκικές συρράξεις (1877-1878) και η επιδίωξη της καθόδου της Ρωσίας στη Μεσόγειο, συνέβαλαν στην εκδήλωση νέου επαναστατικού κινήματος στην Κρήτη, που ανάγκασε τις Μεγάλες Δυνάμεις να υπογράψουν τη Σύμβαση της Χαλέπας (Οκτώβριος 1878) κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου στο Βερολίνο (Ιούλιος 1878). Ακολούθως, η δημιουργία στην Κρήτη μιας επαρχίας με ημιαυτόνομο καθεστώς ευνόησε τους χριστιανούς, ενώ αποτέλεσε ένα ακόμη σημαντικό βήμα για την επίλυση του Κρητικού Ζητήματος.

Οι εντάσεις, όμως, στο νησί της Κρήτης δεν είχαν τελειώσει, αφού δεν είχε επιτευχθεί η ένωση του νησιού με τη μητέρα Ελλάδα. Τον Σεπτέμβριο του 1895, η Επιτροπή Μεταπολιτεύσεως με υπομνήματα προς τους εκπροσώπους των ευρωπαϊκών δυνάμεων στην Κρήτη, αιτήθηκε τη δημιουργία ενός καθεστώτος ευρείας αυτονομίας, με τη συναίνεση και της ελληνικής κυβέρνησης. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις όμως δεν έδειξαν κανένα ενδιαφέρον ενώ ο σουλτάνος, με την αποστολή στρατευμάτων, ενέτεινε την κατάσταση. Αποτέλεσμα ήταν η Επιτροπή της Μεταπολιτεύσεως να αυτοανακηρυχθεί σε Επαναστατική Συνέλευση, ενισχύοντας την εξέγερση των χριστιανών (Μάιος 1896). Οι εκτεταμένες βιαιότητες στα Χανιά από τους Τούρκους (Ιανουάριος, 1897), αφύπνισαν την ελληνική κυβέρνηση, η οποία έστειλε στρατό στην Κρήτη για να διεκδικήσει την ένωση της νήσου με την Ελλάδα. Έτσι όμως, συνέβαλε στην κλιμάκωση της κρίσης. Τελικά, η άμεση αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από την Κρήτη πραγματοποιήθηκε το 1898, ύστερα από παρέμβαση της Αγγλίας και εξαιτίας της τουρκικής βιαιότητας ενάντια σε Κρήτες, αλλά και Άγγλους αξιωματικούς. Τότε, κατοχυρώθηκε η αυτονομία του νησιού με συμβολική επικυριαρχία του σουλτάνου και επιλεγμένο ηγεμόνα τον Πρίγκιπα Γεώργιο, ο οποίος, οκτώ χρόνια αργότερα, θα παραιτούνταν και θα αντικαθιστούνταν από τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, ως Ύπατο Αρμοστή.

Το 1908, εγκρίθηκε η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα σε λαϊκή συγκέντρωση στα Χανιά και επικυρώθηκε με επίσημο Ψήφισμα (24 Σεπτεμβρίου 1908) από την Κρητική Κυβέρνηση. Δύο χρόνια αργότερα, το κόμμα του Κρητικού Ελευθέριου Βενιζέλου κέρδισε τις εκλογές και σχημάτισε κυβέρνηση στην Ελλάδα. Το ελληνικό κοινοβούλιο όμως δεν θα δεχόταν τους Κρήτες βουλευτές, πριν την έκρηξη των Βαλκανικών Πολέμων (Οκτώβριος 1912). Αν και είχε επιτευχθεί στην πράξη (de facto) η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, εντούτοις η επίσημη ένωσή της (de jure) επισφραγίστηκε με τη Συνθήκη του Λονδίνου (Μάιος 1913). Την 1η Δεκεμβρίου του 1913 υψώθηκε η ελληνική σημαία στο φρούριο του Φιρκά των Χανίων.

Από τη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού του ΓΕΣ

Μοιραστείτε το άρθρο
Published On: 2 Δεκεμβρίου, 2023/Categories: ΙΣΤΟΡΙΑ, ΟΛΑ ΤΑ ΑΡΘΡΑ/

Χρόνος ανάγνωσης: 0,1 λεπτά

Από τις αρχές του 19ου αι., η ευρωπαϊκή διπλωματία αντιμετώπιζε το πρόβλημα διανομής των εδαφών της υπό διαμελισμό Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δηλαδή το Ανατολικό ζήτημα, αλλά και το Κρητικό ζήτημα, που είχε ανακύψει από τη μη ένταξη της Κρήτης στα όρια του νεοσύστατου ελληνικού κράτους (1830). Το Κρητικό Ζήτημα, ως ακανθώδες πρόβλημα του Ανατολικού Ζητήματος, θα απασχολούσε την ευρωπαϊκή διπλωματία μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα.

Στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου (1830) – Πρωτόκολλο Ανεξαρτησίας της Ελλάδας, οι Μεγάλες Δυνάμεις όχι μόνο δεν παραχώρησαν την Κρήτη στο νέο Ελληνικό Βασίλειο, αλλά επικύρωσαν και την παραχώρησή της ως τιμάριο από την Πύλη στον αντιβασιλέα της Αιγύπτου μέχρι το 1841, οπότε το νησί θα επανερχόταν εκ νέου στον σουλτάνο. Εκ τότε, οι Κρήτες με συνεχή διαβήματα προς την Ευρώπη και την Ελλάδα, αλλά και με επαναστατικούς αγώνες, θα διεκδικούσαν την εθνική ελευθερία και την πολυπόθητη ένωσή τους με την Ελλάδα, η οποία θα επισφραγιζόταν επίσημα τη Συνθήκη του Λονδίνου (Μάιος 1913).

Στην πολυτάραχη διαδρομή για την ενσωμάτωση της Κρήτης με την Ελλάδα θα υπογράφονταν σημαντικές θεσμικές πράξεις, οι οποίες θα συνέβαλαν στην ανάπτυξη του νησιού. Το 1856, με την ολοκλήρωση του Κριμαϊκού Πολέμου (1853-1856), οι Δυνάμεις της Ευρώπης, αν και είχαν καταφέρει να αποσοβήσουν τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με τη Συνθήκη των Παρισίων υποχρέωσαν τον σουλτάνο να υπογράψει το Χάττ-ι-Χουμαγιούν (Αυτοκρατορική Γραφή). Δηλαδή, αναγνωρίστηκε ένα καθεστώς ισονομίας και ισοπολιτείας για όλους τους υπηκόους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι, ευνοήθηκε η ανάπτυξη στο νησί ενός ομογενούς πληθυσμού που μιλούσε την ελληνική γλώσσα, ασπαζόταν την Ορθόδοξη θρησκεία και είχε σαφή εθνική συνείδηση ότι ανήκει στην Ελλάδα.

Το 1864, η ένωση των Επτανήσων με την Ελλάδα αναπτέρωσε την ελπίδα των Κρητών για ένωσή τους με τη μητέρα Ελλάδα. Στις 14 Μαΐου 1866, σημαντικές προσωπικότητες χριστιανών έστειλαν αναφορά με αιτήματα στον Ισμαήλ πασά με την παράκληση να διαβιβαστεί στον σουλτάνο. Παράλληλα, διαβίβασαν ένα μυστικό υπόμνημα στις προστάτιδες Δυνάμεις της Ελλάδας –Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία– για να συναινέσουν στην ένωσή τους με την Ελλάδα ή να συνδράμουν ώστε να χορηγηθεί ένας πολιτικός οργανισμός, που θα εγγυόταν τη χριστιανική διακυβέρνηση. Η Πύλη αρνήθηκε να αποδεχθεί οποιοδήποτε αίτημα και απείλησε να τιμωρήσει τους επαναστάτες (Ιούλιος 1866). Τότε, η Γενική Συνέλευση των Κρητών προέκρινε τη λύση της επανάστασης για την πραγματοποίηση της ένωσης με την Ελλάδα, ελπίζοντας στην υποστήριξη των Μ. Δυνάμεων.

Η Ευρώπη έπρεπε να διασαφηνίσει τη θέση της απέναντι στο αίτημα των Κρητών «Ένωση ή Θάνατος». Ωστόσο, αν προέβαινε στην ικανοποίηση του κρητικού αιτήματος θα σηματοδοτούσε την εδαφική διεύρυνση της Ελλάδας και, συνακόλουθα, θα οδηγούσε στον διαμελισμό Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κάτι που μέχρι τότε απευχόταν. Ειδικότερα, η Αγγλία υποστήριζε τη διατήρηση του status quo της ανατολικής Μεσογείου, μετά τη διάνοιξη της Διώρυγας του Σουέζ (1854-1869), ώστε να εξασφαλίσει την ελεύθερη διέλευση προς τις αποικίες της στις Ινδίες. Η Γαλλία, επίσης, προσανατολιζόταν στην ενίσχυση της επιρροής της στην Αίγυπτο. Η Ρωσία, που είχε περιέλθει ύστερα από την ήττα της στον Κριμαϊκό πόλεμο (1853-1856) σε διπλωματικό αδιέξοδο, διείδε στο Κρητικό ζήτημα μία ευκαιρία για να επανέλθει στην ευρωπαϊκή διπλωματία. Η Ελλάδα δεν υποστήριζε την κήρυξη πολέμου με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, καθώς είχε ως προτεραιότητά της τη βελτίωση της οικονομικής, κοινωνικής και εξωτερικής πολιτικής της.

Στις 9 Νοεμβρίου 1866, εκδηλώθηκε η εξέγερση στη Μονή Αρκαδίου. Κρήτες μαχητές, γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι απέκρουσαν την τουρκική έφοδο στη Μονή Αρκαδίου και προσφεύγοντας στο τελευταίο τους καταφύγιο την πυριτιδαποθήκη προκάλεσαν τρομερή έκρηξη με εκατόμβες θυμάτων εκατέρωθεν. Το ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου προκάλεσε έκρηξη φιλελληνισμού στην Ευρώπη αλλά και θαυμασμό για τη μαχητικότητα του κρητικού λαού. Αν και η Κρητική Επανάσταση 1866-1869 έληξε με ανυπολόγιστες ζημιές στο νησί και έπληξε ανεπανόρθωτα το γόητρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εντούτοις άφησε ως θεσμική παρακαταθήκη έναν νέο διοικητικό οργανισμό, γνωστό ως Οργανικό Νόμο (1868), στον οποίο περιλαμβάνονταν για τους χριστιανούς οι τρεις ειδικοί Κανονισμοί των μεικτών δικαστηρίων, των μεικτών διοικητικών συμβουλίων και της Γενικής Συνελεύσεως, καθώς και οι φορολογικές απαλλαγές της δεκάτης και του στρατιωτικού φόρου. Τα σκιώδη προνόμια, που παραχώρησε ο Νόμος, θα αποτελούσαν στο εξής σταθερό σημείο αναφοράς για τα επόμενα απελευθερωτικά κινήματα του νησιού έως την αυτονομία.

Τον Ιανουάριο του 1878, οι ρωσοτουρκικές συρράξεις (1877-1878) και η επιδίωξη της καθόδου της Ρωσίας στη Μεσόγειο, συνέβαλαν στην εκδήλωση νέου επαναστατικού κινήματος στην Κρήτη, που ανάγκασε τις Μεγάλες Δυνάμεις να υπογράψουν τη Σύμβαση της Χαλέπας (Οκτώβριος 1878) κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου στο Βερολίνο (Ιούλιος 1878). Ακολούθως, η δημιουργία στην Κρήτη μιας επαρχίας με ημιαυτόνομο καθεστώς ευνόησε τους χριστιανούς, ενώ αποτέλεσε ένα ακόμη σημαντικό βήμα για την επίλυση του Κρητικού Ζητήματος.

Οι εντάσεις, όμως, στο νησί της Κρήτης δεν είχαν τελειώσει, αφού δεν είχε επιτευχθεί η ένωση του νησιού με τη μητέρα Ελλάδα. Τον Σεπτέμβριο του 1895, η Επιτροπή Μεταπολιτεύσεως με υπομνήματα προς τους εκπροσώπους των ευρωπαϊκών δυνάμεων στην Κρήτη, αιτήθηκε τη δημιουργία ενός καθεστώτος ευρείας αυτονομίας, με τη συναίνεση και της ελληνικής κυβέρνησης. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις όμως δεν έδειξαν κανένα ενδιαφέρον ενώ ο σουλτάνος, με την αποστολή στρατευμάτων, ενέτεινε την κατάσταση. Αποτέλεσμα ήταν η Επιτροπή της Μεταπολιτεύσεως να αυτοανακηρυχθεί σε Επαναστατική Συνέλευση, ενισχύοντας την εξέγερση των χριστιανών (Μάιος 1896). Οι εκτεταμένες βιαιότητες στα Χανιά από τους Τούρκους (Ιανουάριος, 1897), αφύπνισαν την ελληνική κυβέρνηση, η οποία έστειλε στρατό στην Κρήτη για να διεκδικήσει την ένωση της νήσου με την Ελλάδα. Έτσι όμως, συνέβαλε στην κλιμάκωση της κρίσης. Τελικά, η άμεση αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από την Κρήτη πραγματοποιήθηκε το 1898, ύστερα από παρέμβαση της Αγγλίας και εξαιτίας της τουρκικής βιαιότητας ενάντια σε Κρήτες, αλλά και Άγγλους αξιωματικούς. Τότε, κατοχυρώθηκε η αυτονομία του νησιού με συμβολική επικυριαρχία του σουλτάνου και επιλεγμένο ηγεμόνα τον Πρίγκιπα Γεώργιο, ο οποίος, οκτώ χρόνια αργότερα, θα παραιτούνταν και θα αντικαθιστούνταν από τον Αλέξανδρο Ζαΐμη, ως Ύπατο Αρμοστή.

Το 1908, εγκρίθηκε η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα σε λαϊκή συγκέντρωση στα Χανιά και επικυρώθηκε με επίσημο Ψήφισμα (24 Σεπτεμβρίου 1908) από την Κρητική Κυβέρνηση. Δύο χρόνια αργότερα, το κόμμα του Κρητικού Ελευθέριου Βενιζέλου κέρδισε τις εκλογές και σχημάτισε κυβέρνηση στην Ελλάδα. Το ελληνικό κοινοβούλιο όμως δεν θα δεχόταν τους Κρήτες βουλευτές, πριν την έκρηξη των Βαλκανικών Πολέμων (Οκτώβριος 1912). Αν και είχε επιτευχθεί στην πράξη (de facto) η ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, εντούτοις η επίσημη ένωσή της (de jure) επισφραγίστηκε με τη Συνθήκη του Λονδίνου (Μάιος 1913). Την 1η Δεκεμβρίου του 1913 υψώθηκε η ελληνική σημαία στο φρούριο του Φιρκά των Χανίων.

Από τη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού του ΓΕΣ

Μοιραστείτε το άρθρο