Χρόνος ανάγνωσης: 0,3 λεπτά
Στις αρχές του 20ού αιώνα τα χριστιανικά κράτη της Βαλκανικής χερσονήσου ανέπτυξαν έντονη δραστηριότητα με στόχο την απελευθέρωση των υπόδουλων ομοεθνών τους και την ανάκτηση των τουρκοκρατούμενων εδαφών τους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Το 1912, η εθνικιστική πολιτική των Νεότουρκων σε βάρος των χριστιανικών πληθυσμών επέβαλε τη σύμπραξη των βαλκανικών χωρών, οι οποίες προχώρησαν στη σύναψη διμερών αμυντικών συμβάσεων και τελικά στην κήρυξη επιστράτευσης. Έτσι, στις 25 Σεπτεμβρίου 1912, το Μαυροβούνιο κήρυξε τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Ακολούθως, η Σερβία, η Βουλγαρία και η Ελλάδα κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας, μετά την απόρριψη της κοινής διακοίνωσής τους για την εφαρμογή ριζικών μεταρρυθμίσεων στη διοίκηση της Ευρωπαϊκής Τουρκίας (4-5 Οκτωβρίου 1912).
Στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο (Οκτώβριος 1912 – Μάιος 1913), ο Ελληνικός Στρατός διεξήγαγε επιχειρήσεις σε δύο μέτωπα, της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Ο Στρατός Θεσσαλίας, υπό τη διοίκηση του Διαδόχου Κωνσταντίνου, σε διάστημα 20 ημερών, αφού κατέλαβε την οχυρή τοποθεσία του Σαρανταπόρου (9-10 Οκτωβρίου 1912), απελευθέρωσε διαδοχικά τις πόλεις της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας. Στις 26 Οκτωβρίου, η Θεσσαλονίκη παραδόθηκε από την τουρκική φρουρά στον Ελληνικό Στρατό, ο οποίος εισήλθε θριαμβευτικά στην πόλη. Μέχρι της αρχές Νοεμβρίου, ολοκληρώθηκε η απελευθέρωση και των υπόλοιπων περιοχών της Δυτικής Μακεδονίας.
Ο Στρατός Ηπείρου, υπό τη διοίκηση του Αντιστρατήγου Σαπουντζάκη, αφού εξασφάλισε την ελληνοτουρκική μεθόριο μεταξύ Ακτίου και Τζουμέρκων, διεξήγαγε μια σειρά νικηφόρων επιχειρήσεων. Στις 10 Ιανουαρίου 1913, υπό τις διαταγές του Διαδόχου Κωνσταντίνου και ενισχυμένος με δύο μεραρχίες, ενέτεινε τις προσπάθειες του για την απελευθέρωση της περιοχής. Η σφοδρή επίθεση της 20ής Φεβρουαρίου κατέληξε στην, άνευ όρων, παράδοση του οχυρωματικού συγκροτήματος του Μπιζανίου και στην απελευθέρωση της πόλης των Ιωαννίνων (21 Φεβρουαρίου 1913). Μέχρι τις 5 Μαρτίου 1913, απελευθερώθηκαν όλες οι ελληνικές πόλεις της Βορείου Ηπείρου.
Με τη Συνθήκη Ειρήνης του Λονδίνου τερματίστηκε ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος (17 Μαΐου 1913). Όμως, οι διαφορές για τη διανομή των ανακτηθέντων από την Τουρκία εδαφών προκάλεσαν προστριβές στους κόλπους των νικητών. Οι διεκδικήσεις της Βουλγαρίας, που εξελίχθηκαν σε σοβαρά μεθοριακά επεισόδια σε βάρος της Ελλάδας και της Σερβίας, είχαν ως επακόλουθο τη, μεταξύ τους, σύναψη αμυντικής συμμαχίας (19 Μαΐου 1913). Η άμεση αντίδραση Ελλάδας και Σερβίας στη αιφνιδιαστική βουλγαρική επίθεση της 16ης Ιουνίου 1913 σηματοδότησε την έναρξη του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου (Ιούνιος– Ιούλιος 1913).
Η μάχη Μπιζανίου – Ιωαννίνων (19-20 Φεβρουαρίου 1913)
Ο Στρατός Ηπείρου, υπό τον Αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Σαπουντζάκη, λόγω της μειωμένης δύναμής του στην αρχή του πολέμου, είχε υποχρεωθεί στην τήρηση αμυντικής στάσης. Αν και η αποστολή του ήταν η απαγόρευση κάθε παραβίασης της ελληνοτουρκικής μεθορίου στο μέτωπο της Ηπείρου, ωστόσο, στις 6 Οκτωβρίου 1912, ο αρχηγός του Στρατού Ηπείρου ανέλαβε επιθετική πρωτοβουλία. Οι ελληνικές δυνάμεις διάβηκαν τον Άραχθο ποταμό και προελάσαν προς τα βόρεια. Μέχρι το τέλος Οκτωβρίου, απελευθερώθηκαν το Γρίμποβο, η Φιλιππιάδα, η Πρέβεζα, τα Πέντε Πηγάδια και το Μέτσοβο. Οι επιτυχίες αυτές, καθώς και η αίσια έκβαση των επιχειρήσεων στη Μακεδονία, οδήγησαν το Υπουργείο Στρατιωτικών στην απόφαση να ενισχυθεί ο Στρατός Ηπείρου, με το Ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών και αργότερα με την ΙΙ Μεραρχία, με απώτερο σκοπό την απελευθέρωση ολόκληρης της Ηπείρου. Στις 29 Νοεμβρίου 1912, ο Στρατός Ηπείρου απελευθέρωσε τα Πεστά και ανάγκασε τους Τούρκους να καταφύγουν στην οχυρωμένη τοποθεσία των Ιωαννίνων.
Το υψίπεδο των Ιωαννίνων, φύσει οχυρό, έχει σχήμα πεταλοειδές και οριοθετείται από βραχώδη και δυσπρόσιτα υψώματα. Στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, που είχε αναλάβει η «Γερμανική Στρατιωτική Αποστολή», στην περιοχή είχαν κατασκευαστεί μόνιμα οχυρωματικά έργα, υπό την επίβλεψη αξιωματικών της. Η οχύρωση περιλάμβανε πυροβολεία, πολυβολεία, χαρακώματα, συρματοπλέγματα και άλλα αμυντικά έργα. Το τουρκικό σχέδιο ενεργείας προέβλεπε σταθερή άμυνα στην οχυρωμένη τοποθεσία των Ιωαννίνων και κυρίως στα υψώματα του Μπιζανίου και της Καστρίτσας. Στη φάση της τελικής επίθεσης του Στρατού Ηπείρου (19-20 Φεβρουαρίου 1913), ο Αρχιστράτηγος Εσσάτ πασάς είχε στη διάθεσή του τέσσερις μεραρχίες.
Οι διαδοχικές επιθέσεις του Στρατού Ηπείρου, από 1 έως 3 Δεκεμβρίου 1912 και από 7 έως 11 Ιανουαρίου 1913, για την κατάληψη της αμυντικής τοποθεσίας Μπιζανίου και την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, δεν απέφεραν κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα, ενώ οι απώλειες των επιτιθέμενων τμημάτων του ήταν σοβαρές. Οι ανεπιτυχείς ενέργειες του Σαπουντζάκη είχαν ως συνέπεια την αντικατάστασή του από τον Αρχιστράτηγο, Διάδοχο Κωνσταντίνο.
Ο Κωνσταντίνος ανέστειλε κάθε επιθετική ενέργεια και προέβη σε αναδιοργάνωση του Στρατού Ηπείρου, ενισχύοντάς τον με τέσσερις μεραρχίες, μία ταξιαρχία, ένα σύνταγμα Ιππικού, καθώς και διάφορα αποσπάσματα. Παράλληλα, έδωσε τον κατάλληλο χρόνο για να αναπαυθούν οι, σκληρά για μακρό διάστημα δοκιμαζόμενες, μονάδες της πρώτης γραμμής, ενώ, το «Γενικό Στρατηγείο» προετοίμαζε μεθοδικά το τελικό σχέδιο ενεργείας. Απώτερος σκοπός του ήταν η, από τα δυτικά, ευρεία υπερκέραση της οχυρωμένης τοποθεσίας και η κατάληψη των Ιωαννίνων. Συγκεκριμένα, με επιθετικές ενέργειες στον κεντρικό και στον ανατολικό τομέα, το «Γενικό Στρατηγείο» επιδίωκε την παραπλάνηση του εχθρού και την καθήλωση των δυνάμεων, που αμύνονταν εκεί. Ως εκ τούτου, ο Στρατός Ηπείρου κατανεμήθηκε σε δύο τμήματα. Το Α΄ Τμήμα Στρατιάς θα διεξήγαγε, μαζί με τη ΙΙ Μεραρχία, αγώνα κατατριβής για την αγκίστρωση του εχθρού στο ανατολικό και νότιο μέτωπο και το Β΄ Τμήμα Στρατιάς θα επιτίθετο κατά του δεξιού της τοποθεσίας.
Το πρωί της 19ης Φεβρουαρίου 1913 άρχισε η προπαρασκευή πυρών πυροβολικού εναντίον προκαθορισμένων στόχων στο Μπιζάνι και στην Καστρίτσα. Επίσης, είχε προηγηθεί σχέδιο παραπλάνησης, από τις 16 Φεβρουαρίου, με προσβολή τουρκικών στόχων στους Αγίους Σαράντα από τη Μοίρα Ιονίου και επιδεικτική απόβαση ελληνικών τμημάτων στην ίδια περιοχή (18-19 Φεβρουαρίου 1913),1 ενώ το Β΄ Τμήμα είχε συγκεντρωθεί με κάθε μυστικότητα απέναντι από τον τομέα Μανολιάσα-Άγιος Νικόλαος-Τσούκα.
Από το πρώτο φως της επομένης, οι τρεις φάλαγγες του Β΄ Τμήματος Στρατιάς εξαπέλυσαν αιφνιδιαστική επίθεση με μεγάλη σφοδρότητα. Με μια τολμηρή και βαθιά διείσδυση στο δυτικό τομέα της τοποθεσίας, το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων, που αποτελούσε την εμπροσθοφυλακή της 2ης Φάλαγγας, κατόρθωσε να καταλάβει το χωριό Πεδινή τις απογευματινές ώρες και να συνεχίσει την καταδίωξη των εχθρικών τμημάτων προς τα Ιωάννινα. Το 8ο και 9ο Τάγμα Ευζώνων συνέχισαν την καταδίωξη και με προτροπή του Διοικητή του 9ου Τάγματος, Ταγματάρχη Πεζικού Ιωάννη Βελισσαρίου κατέλαβαν τον Άγιο Ιωάννη.
«Περαιωθεισών όλων των παρασκευών και της μεταφοράς των πυρομαχικών, ήρξατο ο κατά Μπιζανίου φοβερός κανονιοβολισμός διαρκέσας μέχρι της 7 ½ νυκτερινής ώρας. Καθ’ όλην την νύκτα εβάλλοντο οι Τούρκοι εκ περιτροπής καθ’ ωρισμένα διαστήματα από διαφόρους πυροβολαρχίας. Οι Τούρκοι ασθενώς απήντων και λόγω των απωλειών των αλλά και ένεκα της ολοέν μειώσεως των πυρομαχικών των. Όλη η προσοχή των, εστρέφετο προς το δεξιόν μας, διότι απ’ εκεί ενόμιζον ότι θα λάβη χώραν η κυρία επίθεσις, προς τούτο δε μετέφερον εκεί και δυνάμεις εκ του δεξιού των. Ούτω την νύκτα της πρώτης ημέρας του ενεργηθέντος κανονιοβολισμού το ορισθέν απόσπασμα καλώς εκτελέσαν την εντολήν του επλησιάσε το οχυρόν Άγιος Νικόλαος, χωρίς ο εχθρός να το αντιληφθή και κατέλαβεν αυτό πριν ή οι Τούρκοι προλάβωσι ν’ αμυνθώσι. Εκ τούτων τινές εφονεύθησαν, άλλοι έφυγαν και κατήλθον προς την πεδιάδα των Ιωαννίνων και άλλοι συνελήφθησαν. Ευθύς δε από την πρωΐαν της επομένης ήρξατο μέρος του Πεζικού ημών του αριστερού να κατέρχεται προς την πεδιάδα των Ιωαννίνων και να βαδίζη κατά της πόλεως».
Η είδηση ότι οι ελληνικές δυνάμεις έφτασαν έξω από τα Ιωάννινα έπεισε την τουρκική Διοίκηση για το μάταιο της συνέχισης του αγώνα. Στις 23:00, ο Εσσάτ πασάς έστειλε πρόταση παράδοσης του Τουρκικού Στρατού. Στις 04:30 της 21ης Φεβρουαρίου 1913, οι απεσταλμένοι του Εσσάτ πασά, συνοδευόμενοι από τον Βελισσαρίου, έφτασαν στην έδρα του Στρατηγείου, στο Χάνι Εμίν Αγά. Ο Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος αποδέχτηκε την άνευ όρων παράδοση των Τούρκων και διέταξε την κατάπαυση του πυρός. Έτσι, στις 09:00 το Σύνταγμα Ιππικού εισήλθε στα Ιωάννινα, κάτω από τις επευφημίες των κατοίκων της πόλης.
«Η γενομένη υποδοχή εις τον εισελθόντα Ελληνικόν Στρατόν υπήρξεν αυθόρμητος, εγκαρδιωτάτη και ενθουσιώδης. Όλοι οι κάτοικοι με επί κεφαλής τον Κλήρον ανέμενον εις την είσοδον της πόλεως την έλευσιν του Στρατού. Τόσον έντονος και σχεδόν ανέλπιστος ήτον η χαρά και η ευτυχία επί τη ανακτήσει της ελευθερίας ώστε προς στιγμήν αμφέβαλλον προ της ενώπιόν των ευρισκομένης πραγματικότητος. Η παρουσία όμως του Ελληνικού Στρατού τους έπειθε ότι το προ αυτών θέαμα δεν είναι όνειρον, αλλά το αναμενόμενον γεγονός προ τόσων αιώνων. Ο Διάδοχος ωδηγήθη εις τον Μητροπολιτικόν Ναόν, ένθα ετελέσθη δοξολογία επί τη μεγάλη νίκη και τη απελευθερώσει των Ιωαννίνων. Μετά την δοξολογίαν ο λαός δεν ήξευρε πώς να περιποιηθή τους αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και στρατιώτας, ήθελεν όλους αν ήτο δυνατόν να τους φιλοξενήση εις τας οικίας του».
Η αμυντική τοποθεσία των Ιωαννίνων, κατά την έναρξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου εθεωρείτο απόρθητη. Στη συνέχεια όμως, η ταχύτητα, η αποφασιστικότητα και η τόλμη των ελληνικών τμημάτων συνέβαλαν στην επιτυχή εκτέλεση του σχεδίου ενεργείας του Κωνσταντίνου. Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων άνοιξε διάπλατα τον δρόμο για την εκκαθάριση των περιοχών της υπολοίπου Ηπείρου. Ο Ελληνικός Στρατός, έως τον Μάρτιο του 1913, απελευθέρωσε τις ελληνικές πόλεις: Αργυρόκαστρο, Χιμάρα, Άγιους Σαράντα, Τεπελένι, Πρεμετή και Κλεισούρα.
Από τη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού του ΓΕΣ
Μοιραστείτε το άρθρο
ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ
Χρόνος ανάγνωσης: 0,3 λεπτά
Στις αρχές του 20ού αιώνα τα χριστιανικά κράτη της Βαλκανικής χερσονήσου ανέπτυξαν έντονη δραστηριότητα με στόχο την απελευθέρωση των υπόδουλων ομοεθνών τους και την ανάκτηση των τουρκοκρατούμενων εδαφών τους από την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Το 1912, η εθνικιστική πολιτική των Νεότουρκων σε βάρος των χριστιανικών πληθυσμών επέβαλε τη σύμπραξη των βαλκανικών χωρών, οι οποίες προχώρησαν στη σύναψη διμερών αμυντικών συμβάσεων και τελικά στην κήρυξη επιστράτευσης. Έτσι, στις 25 Σεπτεμβρίου 1912, το Μαυροβούνιο κήρυξε τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Ακολούθως, η Σερβία, η Βουλγαρία και η Ελλάδα κήρυξαν τον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας, μετά την απόρριψη της κοινής διακοίνωσής τους για την εφαρμογή ριζικών μεταρρυθμίσεων στη διοίκηση της Ευρωπαϊκής Τουρκίας (4-5 Οκτωβρίου 1912).
Στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο (Οκτώβριος 1912 – Μάιος 1913), ο Ελληνικός Στρατός διεξήγαγε επιχειρήσεις σε δύο μέτωπα, της Μακεδονίας και της Ηπείρου. Ο Στρατός Θεσσαλίας, υπό τη διοίκηση του Διαδόχου Κωνσταντίνου, σε διάστημα 20 ημερών, αφού κατέλαβε την οχυρή τοποθεσία του Σαρανταπόρου (9-10 Οκτωβρίου 1912), απελευθέρωσε διαδοχικά τις πόλεις της Κεντρικής και Δυτικής Μακεδονίας. Στις 26 Οκτωβρίου, η Θεσσαλονίκη παραδόθηκε από την τουρκική φρουρά στον Ελληνικό Στρατό, ο οποίος εισήλθε θριαμβευτικά στην πόλη. Μέχρι της αρχές Νοεμβρίου, ολοκληρώθηκε η απελευθέρωση και των υπόλοιπων περιοχών της Δυτικής Μακεδονίας.
Ο Στρατός Ηπείρου, υπό τη διοίκηση του Αντιστρατήγου Σαπουντζάκη, αφού εξασφάλισε την ελληνοτουρκική μεθόριο μεταξύ Ακτίου και Τζουμέρκων, διεξήγαγε μια σειρά νικηφόρων επιχειρήσεων. Στις 10 Ιανουαρίου 1913, υπό τις διαταγές του Διαδόχου Κωνσταντίνου και ενισχυμένος με δύο μεραρχίες, ενέτεινε τις προσπάθειες του για την απελευθέρωση της περιοχής. Η σφοδρή επίθεση της 20ής Φεβρουαρίου κατέληξε στην, άνευ όρων, παράδοση του οχυρωματικού συγκροτήματος του Μπιζανίου και στην απελευθέρωση της πόλης των Ιωαννίνων (21 Φεβρουαρίου 1913). Μέχρι τις 5 Μαρτίου 1913, απελευθερώθηκαν όλες οι ελληνικές πόλεις της Βορείου Ηπείρου.
Με τη Συνθήκη Ειρήνης του Λονδίνου τερματίστηκε ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος (17 Μαΐου 1913). Όμως, οι διαφορές για τη διανομή των ανακτηθέντων από την Τουρκία εδαφών προκάλεσαν προστριβές στους κόλπους των νικητών. Οι διεκδικήσεις της Βουλγαρίας, που εξελίχθηκαν σε σοβαρά μεθοριακά επεισόδια σε βάρος της Ελλάδας και της Σερβίας, είχαν ως επακόλουθο τη, μεταξύ τους, σύναψη αμυντικής συμμαχίας (19 Μαΐου 1913). Η άμεση αντίδραση Ελλάδας και Σερβίας στη αιφνιδιαστική βουλγαρική επίθεση της 16ης Ιουνίου 1913 σηματοδότησε την έναρξη του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου (Ιούνιος– Ιούλιος 1913).
Η μάχη Μπιζανίου – Ιωαννίνων (19-20 Φεβρουαρίου 1913)
Ο Στρατός Ηπείρου, υπό τον Αντιστράτηγο Κωνσταντίνο Σαπουντζάκη, λόγω της μειωμένης δύναμής του στην αρχή του πολέμου, είχε υποχρεωθεί στην τήρηση αμυντικής στάσης. Αν και η αποστολή του ήταν η απαγόρευση κάθε παραβίασης της ελληνοτουρκικής μεθορίου στο μέτωπο της Ηπείρου, ωστόσο, στις 6 Οκτωβρίου 1912, ο αρχηγός του Στρατού Ηπείρου ανέλαβε επιθετική πρωτοβουλία. Οι ελληνικές δυνάμεις διάβηκαν τον Άραχθο ποταμό και προελάσαν προς τα βόρεια. Μέχρι το τέλος Οκτωβρίου, απελευθερώθηκαν το Γρίμποβο, η Φιλιππιάδα, η Πρέβεζα, τα Πέντε Πηγάδια και το Μέτσοβο. Οι επιτυχίες αυτές, καθώς και η αίσια έκβαση των επιχειρήσεων στη Μακεδονία, οδήγησαν το Υπουργείο Στρατιωτικών στην απόφαση να ενισχυθεί ο Στρατός Ηπείρου, με το Ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών και αργότερα με την ΙΙ Μεραρχία, με απώτερο σκοπό την απελευθέρωση ολόκληρης της Ηπείρου. Στις 29 Νοεμβρίου 1912, ο Στρατός Ηπείρου απελευθέρωσε τα Πεστά και ανάγκασε τους Τούρκους να καταφύγουν στην οχυρωμένη τοποθεσία των Ιωαννίνων.
Το υψίπεδο των Ιωαννίνων, φύσει οχυρό, έχει σχήμα πεταλοειδές και οριοθετείται από βραχώδη και δυσπρόσιτα υψώματα. Στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων, που είχε αναλάβει η «Γερμανική Στρατιωτική Αποστολή», στην περιοχή είχαν κατασκευαστεί μόνιμα οχυρωματικά έργα, υπό την επίβλεψη αξιωματικών της. Η οχύρωση περιλάμβανε πυροβολεία, πολυβολεία, χαρακώματα, συρματοπλέγματα και άλλα αμυντικά έργα. Το τουρκικό σχέδιο ενεργείας προέβλεπε σταθερή άμυνα στην οχυρωμένη τοποθεσία των Ιωαννίνων και κυρίως στα υψώματα του Μπιζανίου και της Καστρίτσας. Στη φάση της τελικής επίθεσης του Στρατού Ηπείρου (19-20 Φεβρουαρίου 1913), ο Αρχιστράτηγος Εσσάτ πασάς είχε στη διάθεσή του τέσσερις μεραρχίες.
Οι διαδοχικές επιθέσεις του Στρατού Ηπείρου, από 1 έως 3 Δεκεμβρίου 1912 και από 7 έως 11 Ιανουαρίου 1913, για την κατάληψη της αμυντικής τοποθεσίας Μπιζανίου και την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, δεν απέφεραν κάποιο ουσιαστικό αποτέλεσμα, ενώ οι απώλειες των επιτιθέμενων τμημάτων του ήταν σοβαρές. Οι ανεπιτυχείς ενέργειες του Σαπουντζάκη είχαν ως συνέπεια την αντικατάστασή του από τον Αρχιστράτηγο, Διάδοχο Κωνσταντίνο.
Ο Κωνσταντίνος ανέστειλε κάθε επιθετική ενέργεια και προέβη σε αναδιοργάνωση του Στρατού Ηπείρου, ενισχύοντάς τον με τέσσερις μεραρχίες, μία ταξιαρχία, ένα σύνταγμα Ιππικού, καθώς και διάφορα αποσπάσματα. Παράλληλα, έδωσε τον κατάλληλο χρόνο για να αναπαυθούν οι, σκληρά για μακρό διάστημα δοκιμαζόμενες, μονάδες της πρώτης γραμμής, ενώ, το «Γενικό Στρατηγείο» προετοίμαζε μεθοδικά το τελικό σχέδιο ενεργείας. Απώτερος σκοπός του ήταν η, από τα δυτικά, ευρεία υπερκέραση της οχυρωμένης τοποθεσίας και η κατάληψη των Ιωαννίνων. Συγκεκριμένα, με επιθετικές ενέργειες στον κεντρικό και στον ανατολικό τομέα, το «Γενικό Στρατηγείο» επιδίωκε την παραπλάνηση του εχθρού και την καθήλωση των δυνάμεων, που αμύνονταν εκεί. Ως εκ τούτου, ο Στρατός Ηπείρου κατανεμήθηκε σε δύο τμήματα. Το Α΄ Τμήμα Στρατιάς θα διεξήγαγε, μαζί με τη ΙΙ Μεραρχία, αγώνα κατατριβής για την αγκίστρωση του εχθρού στο ανατολικό και νότιο μέτωπο και το Β΄ Τμήμα Στρατιάς θα επιτίθετο κατά του δεξιού της τοποθεσίας.
Το πρωί της 19ης Φεβρουαρίου 1913 άρχισε η προπαρασκευή πυρών πυροβολικού εναντίον προκαθορισμένων στόχων στο Μπιζάνι και στην Καστρίτσα. Επίσης, είχε προηγηθεί σχέδιο παραπλάνησης, από τις 16 Φεβρουαρίου, με προσβολή τουρκικών στόχων στους Αγίους Σαράντα από τη Μοίρα Ιονίου και επιδεικτική απόβαση ελληνικών τμημάτων στην ίδια περιοχή (18-19 Φεβρουαρίου 1913),1 ενώ το Β΄ Τμήμα είχε συγκεντρωθεί με κάθε μυστικότητα απέναντι από τον τομέα Μανολιάσα-Άγιος Νικόλαος-Τσούκα.
Από το πρώτο φως της επομένης, οι τρεις φάλαγγες του Β΄ Τμήματος Στρατιάς εξαπέλυσαν αιφνιδιαστική επίθεση με μεγάλη σφοδρότητα. Με μια τολμηρή και βαθιά διείσδυση στο δυτικό τομέα της τοποθεσίας, το 1ο Σύνταγμα Ευζώνων, που αποτελούσε την εμπροσθοφυλακή της 2ης Φάλαγγας, κατόρθωσε να καταλάβει το χωριό Πεδινή τις απογευματινές ώρες και να συνεχίσει την καταδίωξη των εχθρικών τμημάτων προς τα Ιωάννινα. Το 8ο και 9ο Τάγμα Ευζώνων συνέχισαν την καταδίωξη και με προτροπή του Διοικητή του 9ου Τάγματος, Ταγματάρχη Πεζικού Ιωάννη Βελισσαρίου κατέλαβαν τον Άγιο Ιωάννη.
«Περαιωθεισών όλων των παρασκευών και της μεταφοράς των πυρομαχικών, ήρξατο ο κατά Μπιζανίου φοβερός κανονιοβολισμός διαρκέσας μέχρι της 7 ½ νυκτερινής ώρας. Καθ’ όλην την νύκτα εβάλλοντο οι Τούρκοι εκ περιτροπής καθ’ ωρισμένα διαστήματα από διαφόρους πυροβολαρχίας. Οι Τούρκοι ασθενώς απήντων και λόγω των απωλειών των αλλά και ένεκα της ολοέν μειώσεως των πυρομαχικών των. Όλη η προσοχή των, εστρέφετο προς το δεξιόν μας, διότι απ’ εκεί ενόμιζον ότι θα λάβη χώραν η κυρία επίθεσις, προς τούτο δε μετέφερον εκεί και δυνάμεις εκ του δεξιού των. Ούτω την νύκτα της πρώτης ημέρας του ενεργηθέντος κανονιοβολισμού το ορισθέν απόσπασμα καλώς εκτελέσαν την εντολήν του επλησιάσε το οχυρόν Άγιος Νικόλαος, χωρίς ο εχθρός να το αντιληφθή και κατέλαβεν αυτό πριν ή οι Τούρκοι προλάβωσι ν’ αμυνθώσι. Εκ τούτων τινές εφονεύθησαν, άλλοι έφυγαν και κατήλθον προς την πεδιάδα των Ιωαννίνων και άλλοι συνελήφθησαν. Ευθύς δε από την πρωΐαν της επομένης ήρξατο μέρος του Πεζικού ημών του αριστερού να κατέρχεται προς την πεδιάδα των Ιωαννίνων και να βαδίζη κατά της πόλεως».
Η είδηση ότι οι ελληνικές δυνάμεις έφτασαν έξω από τα Ιωάννινα έπεισε την τουρκική Διοίκηση για το μάταιο της συνέχισης του αγώνα. Στις 23:00, ο Εσσάτ πασάς έστειλε πρόταση παράδοσης του Τουρκικού Στρατού. Στις 04:30 της 21ης Φεβρουαρίου 1913, οι απεσταλμένοι του Εσσάτ πασά, συνοδευόμενοι από τον Βελισσαρίου, έφτασαν στην έδρα του Στρατηγείου, στο Χάνι Εμίν Αγά. Ο Αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος αποδέχτηκε την άνευ όρων παράδοση των Τούρκων και διέταξε την κατάπαυση του πυρός. Έτσι, στις 09:00 το Σύνταγμα Ιππικού εισήλθε στα Ιωάννινα, κάτω από τις επευφημίες των κατοίκων της πόλης.
«Η γενομένη υποδοχή εις τον εισελθόντα Ελληνικόν Στρατόν υπήρξεν αυθόρμητος, εγκαρδιωτάτη και ενθουσιώδης. Όλοι οι κάτοικοι με επί κεφαλής τον Κλήρον ανέμενον εις την είσοδον της πόλεως την έλευσιν του Στρατού. Τόσον έντονος και σχεδόν ανέλπιστος ήτον η χαρά και η ευτυχία επί τη ανακτήσει της ελευθερίας ώστε προς στιγμήν αμφέβαλλον προ της ενώπιόν των ευρισκομένης πραγματικότητος. Η παρουσία όμως του Ελληνικού Στρατού τους έπειθε ότι το προ αυτών θέαμα δεν είναι όνειρον, αλλά το αναμενόμενον γεγονός προ τόσων αιώνων. Ο Διάδοχος ωδηγήθη εις τον Μητροπολιτικόν Ναόν, ένθα ετελέσθη δοξολογία επί τη μεγάλη νίκη και τη απελευθερώσει των Ιωαννίνων. Μετά την δοξολογίαν ο λαός δεν ήξευρε πώς να περιποιηθή τους αξιωματικούς, υπαξιωματικούς και στρατιώτας, ήθελεν όλους αν ήτο δυνατόν να τους φιλοξενήση εις τας οικίας του».
Η αμυντική τοποθεσία των Ιωαννίνων, κατά την έναρξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου εθεωρείτο απόρθητη. Στη συνέχεια όμως, η ταχύτητα, η αποφασιστικότητα και η τόλμη των ελληνικών τμημάτων συνέβαλαν στην επιτυχή εκτέλεση του σχεδίου ενεργείας του Κωνσταντίνου. Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων άνοιξε διάπλατα τον δρόμο για την εκκαθάριση των περιοχών της υπολοίπου Ηπείρου. Ο Ελληνικός Στρατός, έως τον Μάρτιο του 1913, απελευθέρωσε τις ελληνικές πόλεις: Αργυρόκαστρο, Χιμάρα, Άγιους Σαράντα, Τεπελένι, Πρεμετή και Κλεισούρα.
Από τη Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού του ΓΕΣ
Μοιραστείτε το άρθρο
ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΑΡΘΡΑ